εὐροοῦντος

εὐροοῦντος
εὐροέω
flow well
pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κριτόλαος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Φιλόσοφος από τη Φασήλιδα Λυκίας (2ος αι. π.Χ.). Πιθανότατα διαδέχθηκε τον Αρίστωνα τον Κείο στη σχολαρχία της Περιπατητικής σχολής στην Αθήνα. Το 156 στάλθηκε ως πρεσβευτής στη Ρώμη, με τον ακαδημαϊκό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”